Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Η θρησκεία του Επίκουρου – Μέρος Β

Αυτά τα κείμενα είναι αρκετά και δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να ερμηνεύσουμε τις συμπεριφορές που περιγράφουν ως ένδειξη υποκρισίας. Αυτή η κατηγορία της υποκρισίας είναι μέρος του συνηθισμένου υβρεολόγιου και των συκοφαντιών που η μια ομάδα εκτόξευε εναντίον της άλλης στην αρχαιότητα. Οι Στωικοί τη χρησιμοποιούσαν ενάντια στον Επίκουρο και ο Πλούταρχος την επαναλαμβάνε. Ο Φιλόδημος, με τη σειρά του, την πετά στους Στωϊκούς. Με τον ίδιο τρόπο, οι Πατέρες της Εκκλησίας κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια, και είναι πασίγνωστο πόσο συχνά καταλογίστηκε στους Χριστιανούς το έγκλημα της «αθεΐας». Αυτές οι κατηγορίες, που συμβάδιζαν πολύ συχνά με εκείνη της ανηθικότητας, είναι συνήθως αβάσιμες. Στην περίπτωση του Επίκουρου μπορούμε αμέσως να δούμε πόσο εύκολα προέκυπταν σαν προϊόν παρεξήγησης της σκέψης του Σοφού.

Ειλικρινής στην πίστη του στις λατρείες της πόλης, ο Επίκουρος ήταν εξίσου ειλικρινής στη χρήση που έκανε στα γραπτά του εκείνων των επικλήσεων κατά τις οποίες οι θεοί αναφέρονται σαν μάρτυρες. «Θα ήταν κωμικό να πούμε πως καθαγίαζαν τη χρήση του όρκου», παρατηρεί ο Φιλόδημος, «στο βαθμό που τα φιλοσοφικά τους έργα βρίθουν από επικλήσεις». Είναι σωστό, πάντως, να πούμε πως ο Επίκουρος τους προέτρεπε να τηρήσουν την υπόσχεση που είχαν δώσει, δεσμευμένοι από τον τάδε ή τον δείνα όρκο και ιδιαίτερα να σέβονται τον εμφατικό όρκο στο όνομα του ίδιου του Δία. Γιατί δεν είναι ο άνθρωπος που θα γράψει, «Εις το όνομα του ... - αλλά τι να πω; Πως μπορώ να μιλήσω ευσεβώς;». Και συμβουλεύει του Κολώτη να είναι πάντα προσεκτικός με τους όρκους και την ευπρεπή χρήση του ονόματος των θεών (και πάσης θεολογίας)

Ο Επίκουρος, λοιπόν, τηρούσε τους τύπους της κρατικής θρησκείας με πραγματικό συναίσθημα, κι όχι μόνο για να «υπακούει στο νόμο». Παρ’ όλα αυτά η θρησκεία του δεν ή­ταν εκείνη των συνηθισμένων ανθρώπων. Διέφερε από δυο απόψεις.

Πρώτα απ’ όλα, οι θεοί του Επίκουρου, όντας χωρίς έγνοιες, σαν το Σοφό, δεν ενδιαφέρονται για τις ανθρώπινες υποθέσεις. Ας εξετάσουμε αυτό το ουσιαστικό δόγμα άλλη μια φορά με τη βοήθεια κάποιων αποσπασμάτων. Ο Επίκουρος στην πραγματεία του Περί Οσιότητος  χαραχτηρίζει την ύπαρξη του Θείου ήδίστην και μακαριωτάτην και θεωρεί πως πρέπει να απομακρύνουμε όλα τα νόθα στοιχεία από την ιδέα που έχουμε για το θείο και να κατανοήσουμε τις συνθήκες αυτού του είδους ζωής (της θεϊκής) έτσι ώστε να προσαρμόσουμε οτιδήποτε συμβαίνει σε μας στον τρόπο ζωής που ταιριάζει στη θεία ευδαιμονία. Μ’ αυτόν του τρόπο, σκέφτεται ο Επίκουρος, βρίσκει η «οσιότης» την ολοκλήρωσή της και ταυτόχρονα τηρούνται επιμελώς οι κοινές παραδόσεις. Αλλά οι άνθρωποι που τους χαρακτηρίζουμε σαν «συντετριμμένους από θρησκευτικό τρόμο, σε ποια αξεπέραστη ασέβεια δεν αυτοεκσφενδουίζονται; Ασεβής δεν είναι εκείνος που υποστηρίζει την αθανασία και την υπέρτατη μακαριότητα του Θεού μαζί με όλα τα προνόμια που συνδέουμε μ’ αυτά τα δύο. Μάλλον, ευσεβής είναι εκείνος που υποστηρίζει τις δυο ιδέες για τη θεότητα (ότι το θείο είναι αθάνατο και μακάριο). Κι εκείνος που συνειδητοποιεί επίσης πως το καλό και το κακό που μας βρίσκει δεν κρύβει καμμιά νοσηρή θεϊκή οργή ή καλοσύνη, δείχνει καθαρά πως ο Θεός δεν έχει την ανάγκη των ανθρωπίνων πραγμάτων, αλλά απολαμβάνει όλα τα καλά σε πλήρη ολοκλήρωση». Kαι πάλι, «Είναι αρκετό να πούμε πως το θείον δεν χρειάζεται τιμητικούς τίτλους αλλά είναι φυσικό για μας να το τιμούμε, ιδιαίτερα διαμορφώνοντας ευσεβείς απόψεις γι’ αυτό και δευτερευόντως, προσφέροντας στον κάθε θεό τις παραδοσιακές θυσίες». «Αν παραδεχτούμε πως οι θεοί φροντίζουν τον κόσμο πρέπει τότε να δεχτούμε πως μοχθούν υπερβολικά και για απεριόριστο χρόνο. Εμείς όμως λέμε πως είμαστε πεπεισμένοι ότι οι θεοί, όντας προικισμένοι με σύνεση, δεν μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία των κακότεχνων εργατών, όπως άλλωστε, δεν το κάνουν δραστήριοι άνθρωποι εδώ κάτω, γιατί σύμφωνα με τη θεωρία μας, αυτό σημαίνει πως καταστρέφουν την αταραξία τους. Για να μιλούμε, λοιπόν, σωστά, πρέπει να διαβεβαιώσουμε πως οι θεοί δεν γνωρίζουν ούτε το μόχθο ούτε την κούραση».

Από την άλλη πλευρά, καθώς οι θεοί είναι μακάριοι κατά τρόπο που δεν μπορεί να περιγραφεί, το να τους επαινούμε στην προσευχή μας, το να τους πλησιάζουμε σε κείνες τις επίσημες περιστάσεις όταν η πόλη τούς προσφέρει μια θυσία, και να αναγαλλιάζουμε μαζί τους στις ετήσιες γιορτές, είναι σαν να συμμετέχουμε στην ευτυχία τους. Να γιατί ο μαθητής του Επίκουρου πρέπει να είναι πιστός στις εντολές της θρησκείας. Κι αν οι γιορτές στην Αθήνα ήταν μια ευκαιρία ευθυμίας για όλους, ένας λόγος παραπάνω να συμμετέχουν και οι Επικούρειοι. Δεν ήταν ο Δάσκαλος το αντίστοιχο του Δία; Όσο δεν υπέφερε ούτε από πείνα, ούτε από δίψα ούτε από κρύο, και όσο δεν του ’λειπε λίγο κριθαρόψωμο και νερό -πράγματα ευκολοαπόκτητα-, μπορούσε να συναγωνιστεί τον ίδιο τον Δία σε ευτυχία. Να γιατί, επίσης, ο Επικούρειος σοφός δεν δίσταζε να επικαλεσθεί το όνομα των θεών: επικαλείται τον τέλεια Μακάριο για να ισχυροποιήσει τη δι- κή του μακαριότητα

Ο Σοφός μπορεί να έμενε έκπληκτος αν το άκουγε, παραμένει όμως αλήθεια πως αυτή η θρησκεία του Επίκουρου συνδέεται με εκείνη του Πλάτωνα. Και οι δυο αναγάγουν το στοχασμό πάνω στο Κάλλος σε σκοπό της θρησκευτικής δραστηριότητας και μ’ αυτόν τον τρόπο αποδεικνύονται γνήσια τέκνα της Ελλάδας. Για κείνους, όπως και για όλους τους Έλληνες, η θεϊκή ύπαρξη, όποια και να’ ναι η ουσία της, είναι μια οντότητα απόλυτου Κάλλους που ζει μέσα στην αρμονία και την αταραξία. Έτσι το Θεϊκό Σύμπαν του Τιμίου είναι ένα έργο ολοκληρωμένης ομορφιάς που ο Δημιουργός, «ο ανώτατος καλλιτέχνης», έχει σμιλέψει αξιοαύμαστα και αυτό το θέμα του Κάλλους επανέρχεται συνεχώς σαν leitmotiv σε κάθε αναφορά στην ύφανση του Σύμπαντος. Το ίδιο και οι θεοί του Επίκουρου είναι γεμάτοι Κάλλος: «πρέπει να ξεκινήσουμε από τη φύση του ανθρώπου έτσι ώστε να συμπεράνουμε, αναλογικά, τη φύση των θεών, και να επιβεβαιώσουμε πως ο θεός είναι μια ύπαρξη που ζει για πάντα, άφθαρτη, μακάρια. Η οντότητα αυτή δεν είναι υπόλογη για τις ταλαιπωρίες που υφίσταται ο άνθρωπος ή για τα κακά που σχετίζονται με το θάνατο, και δεν μπορούμε να της καταλογίσουμε τίποτα από τα όσα μας κάνουν να υποφέρουμε. Η οντότητα αυτή κατέχει το Κάλλος σε όλη του την πληρότητα». Και πάλι, ακολουθώντας την ελληνική παράδοση, το θεϊκό Σύμπαν του Τιμίου είναι εντελώς αυτάρκες και δεν χρειάζεται τίποτα. Το ίδιο ισχύει και για τους θεούς του Επίκουρου. Ωστόσο, για να παραθέσουμε τον Πλάτωνα, αυτοί οι μακάριοι θεοί που δεν τους λείπει τίποτα «έχουν λυπηθεί την ανθρώπινη φυλή που είναι καταδικασμένη από τη φύση της να υποφέρει. Έχουν γι’ αυτό θεσπίσει, σαν στιγμές ξαλαφρώματος από τα προβλήματά μας, τις γιορτές κατά τις οποίες οι άνθρωποι συνδιαλέγονται με τους θεούς και μας έχουν δώσει συντρόφους για τις γιορτές τις Μούσες, τον Απόλλωνα τον Μουσαγέτη και το Διόνυσο έτσι ώστε, καθώς θα σχετιζόμαστε με τους θεούς σ’ αυτές τις συναντήσεις, να μπορούμε να επανεξετάσουμε και να διορθώσουμε τον τρόπο ζωής μας ... Έτσι προκύπτουν ο ρυθμός και η αρμονία. Διότι οι θεοί που μας έχουν δοθεί σαν σύντροφοι στο χορό, μας βοηθούν να αισθανόμαστε ευτυχείς όταν αντιλαμβανόμαστε το ρυθμό και την αρμονία. Εκείνοι μας εκπαιδεύουν να κινούμαστε με τάξη και, μπαίνοντας επικεφαλής, μας ενώνουν μέσα από τους χορούς και τα τραγούδια κι αποκαλούν αυτές τις ασκήσεις χορούς, από τη χαρά που νιώθουμε στη διάρκειά τους (παρά της χαράς)». Ο Φιλόδημος λέει με τη σειρά του: «Κυρίως μέσω των θεών αναβλύζει η χαρά στην καρδιά του ανθρώπου». Όπως πολύ καλά κατάλαβε ο Diels, αυτή η παρατήρηση αναφέρεται στις θρησκευτικές γιορτές. Οι θεοί θέσπισαν αυτές τις γιορτές για να μας δώσουν ένα μερίδιο στην αιώνια χαρά τους. Αναμφίβολα, ο άνθρωπος μπορεί να γευτεί την ευτυχία των θεών και σε άλλες στιγμές, όποτε δέχεται στην ψυχή του τις ευεργετικές ακτίνες που εκπορεύονται από τα πρόσωπα των θεών. Αλλά κυρίως στις γιορτινές μέρες, όταν πλησιάζουμε το θυσιαστήριο ή στοχαζόμαστε μπροστά στο θεϊκό άγαλμα, νιώθουμε την επιρροή των θεών πιο ισχυρή και μας δημιουργεί μεγαλύτερη χαρά. «Αυτό», λέει ο Επίκουρος, «είναι το πιο ουσιώδες και ξεχωριστό. Γιατί κάθε σοφός άνθρωπος έχει αγνές και ιερές αντιλήψεις περί Θείου και πιστεύει πως η φύση του είναι ευγενής και σεπτή. Ιδιαίτερα στις γιορτές όμως, καθώς προοδεύει ως προς την αντίληψη της φύσης του Θείου, και καθώς έχει στα χείλη το όνομά του, κατανοεί (ή «κατέχει») την αθανασία των θεών μέσα από μιαν αίσθηση πιο ζωηρή». «[Ο Σοφός απευθύνει προσευχές] στους θεούς, θαυμάζει τη φύση και την κατάστασή τους, αγωνίζεται να τα πλησιάσει, λαχταρά -για να το πούμε έτσι- να τ’ αγγίξει και να ζήσει μ’ αυτά, και τους σοφούς ανθρώπους τους ονομάζει φίλους των θεών, και τους θεούς φίλους των σοφών»/

 

Αποσπάσματα από το βιβλίο Ο Επίκουρος και οι Θεοί του – A.J. Festugiere

Βρείτε μας στα social media

Contact us at info@hellenologio.gr - Privacy Policy