Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Νίκη της Σαμοθράκης: φτερουγίζοντας από την Σαμοθράκη στο Λούβρο

 

Άραγε, ποιος δεν έχει θαυμάσει αυτό το σπουδαίο ελληνικό γλυπτό το οποίο ονομάστηκε «Νίκη της Σαμοθράκης» έστω και από κάποια φωτογραφία; Οι κολοσσιαίες διαστάσεις του, οι λεπτομερείς πτυχώσεις στο ένδυμά, αλλά και αυτή η αίσθηση της κίνησης που προσδίδεται από τον γλύπτη δεν μπορεί παρά να καθηλώσει τον θεατή. Το άγαλμα αυτό αποτελεί δείγμα σπουδαίας αρχαιοελληνικής  τέχνης και χρονολογείται στην ώριμη φάση της ελληνιστικής πλαστικής των αρχών του 2ου αιώνα π.Χ. (γύρω στο 200-190 π.Χ.). Η φτερωτή Νίκη της Σαμοθράκης εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.

Πως όμως έφτασε από το νησί της Σαμοθράκης, όπου βρισκόταν από την αρχαιότητα, μέχρι το μουσείο του Λούβρου όπου βρίσκεται σήμερα;

Γυρίζοντας τις σελίδες της ιστορίας πίσω στα τέλη του 19ο αιώνα, την εποχή που στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος τα πράγματα ήταν πολύ ρευστά, ξένες προσωπικότητες, συνήθως με κύρος, περιηγούνταν στην Ελλάδα έχοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ελληνικές αρχαιότητες τις οποίες σε περίπτωση που τις εντόπιζαν ήταν σπάνιο φαινόμενο να μην τις αποσπάσουν και να τις μεταφέρουν στην χώρα καταγωγής τους.

Το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης ανακαλύφθηκε τον Μάρτιο του 1863 από τον Γάλλο πρόξενο Σαρλ Σαμπουαζώ (Charles Champoiseau, 1830-1909) ο οποίος βρισκόταν στην υπό τουρκική κυριαρχία Ανδριανούπολη. Ο ίδιος ζήτησε το 1862 με γράμμα του στις γαλλικές αρχές να του αναθέσουν αποστολή για ανασκαφές στο νησί της Σαμοθράκης την οποία είχε ξανά επισκεφθεί, καθώς περιγράφει σε αυτό του το γράμμα την σύγχρονη κατάσταση του νησιού με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που εντοπίζει με το γυμνό του μάτι, σπασμένες κολώνες και κιονόκρανα, εικάζοντας ότι είναι ένδειξη ύπαρξης ενός αρχαίου ναού. Εν τέλη, ο Σαμπουαζώ με την βοήθεια εργατικών χεριών από την Ανδριανούπολη ερευνά την αρχαία πόλη της Σαμοθράκης. Από τις πρώτες μέρες της ανασκαφικής δραστηριότητας στο χώρο, οι Έλληνες εργάτες αποκαλύπτουν τον κορμό ενός γυναικείου αγάλματος στο ψηλότερο μέρος των ερειπίων και σε λίγα μέτρα βάθος. Ο ενθουσιασμός και το δέος μπροστά στο μεγαλειώδες αυτό γυναικείο άγαλμα δεν μπορεί να κρυφθεί. Οι υποθέσεις του Σαμπουαζώ θα επιβεβαιωθούν και από εκεί και έπειτα ξεκινά το ταξίδι του γυναικείου αγάλματος από την Σαμοθράκη.

Η γυναικεία αυτή αγαλματική μορφή είναι φτερωτή, κολοσσιαίων διαστάσεων, ανακαλύφθηκε όμως ακέφαλη και χωρίς χέρια. Το πολύ καλά διατηρημένο τμήμα από το στήθος έως τα πόδια, είναι ασυνήθιστα πολύ λεπτά δουλεμένο. Οι πτυχώσεις που δημιουργούνται στο ένδυμα χαρακτηρίζονται από τον Σαμπουαζώ «θεσπέσιες» με το λεπτό ύφασμα να κολλάει στη «ζωντανή σάρκα». Η οπτική θέαση της γυναικείας αυτής μορφής προκαλεί δέος και τέρψη στον αμφιβληστροειδή του θεατή με την τελειότητά της που καταφέρνει να μην ξεπερνά την υπερβολή.

Στην πορεία της ανασκαφικής έρευνας, αποκαλύπτονται αρκετά μαρμάρινα θραύσματα του σώματος και των φτερών καθώς κι κάποια άλλα πολύ ογκώδη από γκρίζο μάρμαρο, τα οποία λόγω του μεγάλου όγκου τους θεωρούνται κατάλοιπα ταφικού μνημείου από τον Σαμπουαζώ και τα αφήνει στο νησί με απώτερο σκοπό να τα μεταφέρει αργότερα εκτός του τόπου προέλευσής τους όπου κείτονταν επί αιώνες.

Το ταξίδι της Νίκης συνεχίζεται με σταθερή πορεία προς την Γαλλία και σύμφωνα με τα γαλλικά αρχεία, τα «σπαράγματα» της Σαμοθράκης μέσω της  Κωνσταντινούπολης και του Πειραιά θα φτάσουν στο γαλλικό λιμάνι της Τουλόν και μόλις τον Μάιο του 1864  θα φτάσουν στο Λούβρο, εξαιτίας της γαλλικής γραφειοκρατίας. Με την άφιξη του αγάλματος στο Παρίσι, αμέσως επιδέξιοι ειδικοί τεχνίτες σπεύδουν στο έργο της συναρμολόγησης του, χάρη στην οποία «αναγεννιέται» το θαυμάσιο αυτό γυναικείο μεγαλείο του. Εκτίθετο από το 1866 σε μια από τις μουσειακές εκθέσεις του ισογείου και παρά το γεγονός ότι ήταν ακρωτηριασμένο και άπτερο προκαλεί τον ευρύ θαυμασμό.

Στο μεταξύ το 1873 και το 1875 γίνονται επίσημες αρχαιολογικές ανασκαφές στην Σαμοθράκη με επικεφαλής δύο Αυστριακούς αρχαιολόγους, τον Χάουζερ και Κόντσε που επισημαίνουν πολλά κτίρια της αρχαίας πόλης και του ιερού, μολονότι και τον τόπο εύρεσης της Νίκης. Παράλληλα, επιδίδονται σε μελέτες αποκατάστασης του συνολικού μνημείου σε σχέση με τα ογκώδη κομμάτια των παλαιότερων γαλλικών ανασκαφών, τα οποία σύμφωνα με τους ίδιους απεικονίζουν την πρώρα ενός πλοίου που αποτελούσε την βάση ενός αγάλματος. Σύμφωνα με τις αναφορές του Κόντσε, κατά τύχη συνάντησε τον Σαμπουαζώ στο πλοίο προς την Ανδριανούπολη και τον ενημέρωσε ο ίδιος για τις παραπάνω μελέτες. Εδώ τίθεται το θέμα του αυστριακού ανταγωνισμού στον Γάλλο πρόξενο όπου κατορθώνει να αναλάβει επιτέλους την πολυπόθητη για αυτόν αποστολή. Αψηφώντας τα δεδομένα της εποχής  αλλά και τις τεχνικές δυσκολίες, τον Ιούλιο του 1879 ο Σαμπουαζώ φορτώνει σε καράβι για την Γαλλία είκοσι εννέα από τις «γνώριμές του πέτρες».

Τα νέα κομμάτια φτάνουν στο Λούβρο και συναρμολογούνται δοκιμαστικά μαζί με το εκμαγείο του αγάλματος στην αυλή του μουσείου, και κρίνοντας από το εντυπωσιακό αποτέλεσμα, συμπληρώνεται ολόκληρο το μνημείο. Έτσι αποκαθίσταται ο κορμός, προστίθενται και συμπληρώνονται τα φτερά και αφού τοποθετηθεί πλέον στην πρωρόσχημη βάση του, το γλυπτό ξεπερνά σε ύψος τα τρία μέτρα και σε βάρος τα χίλια κιλά.

Το 1884 το συνολικό πλέον έργο εκτίθεται στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, στο επάνω μέρος της πιο μνημειακής κλίμακας του Λούβρου, ενώ το 1892 ο φημισμένος πλέον Σαμπουαζώ επιστρέφει στην Σαμοθράκη ευελπιστώντας να βρει τα χέρια και το κεφάλι του αγάλματος. Αντ’ αυτού θα επιστρέψει με ένα κιβώτιο με μερικά μαρμάρινα θραύσματα από τα φτερά και το ένδυμα της Νίκης, που φυλάσσονται στις αποθήκες του Μουσείου. Το έκθεμα της αέρινης Νίκης παραμένει σταθερό στη θέση του από τα τέλη του 19ου αιώνα με μοναδική εξαίρεση την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου μεταφέρθηκε για την ασφάλεια του στην κεντρική Γαλλία. Μετά την επιστροφή του, το 1945 θεωρείται σύμβολο επανάκτησης της ελευθερίας των λαών.

Επιπρόσθετα, κρίνεται μείζονος σημασίας η αναφορά της αποκάλυψης της παλάμης του δεξιού χεριού της Νίκης από τον Γάλλο αρχαιολόγο Ζαν Σαρμποννώ (Jean Charbonneaux) το 1950, η οποία μαζί με δύο δάχτυλα, παλαιά ευρήματα των Αυστριακών, προσφέρονται ως «μόνιμο δάνειο» στο Λούβρο και έκτοτε εκτίθενται απέναντι από το πασίγνωστο έργο.

Παράλληλα, η Νίκη της Σαμοθράκης αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Η φτερωτή αυτή μορφή  προσωποποιεί την νίκη του στόλου, η οποία εμφανίζεται επουράνια έτσι ώστε να αναγγείλει τον νικητή της ναυμαχίας. Ο γλύπτης, που πιθανολογείται ότι ήταν Ρόδιος από μια επιγραφή που βρέθηκε στη βάση του έργου, επιλέγει να αναπαραστήσει την στιγμή ακριβώς της προσγείωσης της θεάς, λίγο πριν αυτή σταθεί τελικά στην πλώρη του πλοίου, ενάντια στον δυνατό άνεμο που γίνεται η αιτία κυματισμού των ενδυμάτων της. Το άγαλμα είναι σμιλεμένο σε παριανό μάρμαρο και σε μέγεθος μεγαλύτερου του φυσικού. Το μεγάλο αυτό έργο τέχνης, που πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε ως βωμός, ήταν τοποθετημένο σε ανοιχτό και ψηλό χώρο κοντά στο ιερό. Σε αυτή τη θέση πιθανώς υπήρχε μια μικρή τεχνητή λίμνη, μέσα στην οποία το πλοίο έμοιαζε να πλέει.

Εν κατακλείδι, το γλυπτό της φτερωτής Νίκης αποτελεί σύμβολο της ελευθερίας διαχρονικά, αφού μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945, έγινε σήμα κατατεθέν της τέχνης, ακόμη και της λαϊκής κουλτούρας και γι’ αυτό ο παραλληλισμός της Νίκης της Σαμοθράκης με την ελευθερία  είναι ο λόγος που ακόμη και σήμερα όλες οι ηλικιακές ομάδες έχουν δει ή έστω έχουν ακούσει για αυτό το σπουδαίο άγαλμα.

 

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για αυτό το άρθρο:

Συλλογικό έργο, (2007), Μεγάλες στιγμές της ελληνικής αρχαιολογίας, 322-325, Εκδόσεις Καπόν

 

The post Νίκη της Σαμοθράκης: φτερουγίζοντας από την Σαμοθράκη στο Λούβρο appeared first on MAXMAG | Πολιτισμός, Τέχνες, Διασκέδαση, Ομορφιά.

Βρείτε μας στα social media

Contact us at info@hellenologio.gr - Privacy Policy