Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Οι Ερινύες στην Αρχαία Ελληνική Τραγωδία

Του H. LLOYD-JONES

(Μετάφραση Αναστ. Αγ. Στέφου)

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ, τεύχος 64, Καλοκαίρι 1991.

 

Ο Όμηρος ασχολείται κυρίως με τους θεούς του Ολύμπου —ουράνιον δε μνημονεύει, παρά μόνο αρκετά σπάνια, τους θεούς του κάτω κόσμου —χθόνιοι. Στην τραγωδία όμως, οι χθόνιοι θεοί κατέχουν αξιόλογη θέση. Ο Αισχύλος, τόσο στην Ορέστεια όσο και στην Προμήθεια, εκμεταλλεύεται τη διαφορά ανάμεσα στους ουράνιους και στους χθόνιους θεούς, όπως εκμεταλλεύεται τη διαφορά ανάμεσα στους αρχέγονους θεούς και στους θεούς που βασιλεύουν στον Όλυμπο με επικεφαλής το Δία. Στην Ορέστεια, με αφορμή το θέμα της εκδίκησης (vendetta), οι Ερινύες, ως επόπτες της θείας δικαιοσύνης, παρουσιάζονται με μεγάλη σαφήνεια. Στο τέλος των Χοηφόρων εμφανίζονται στον Ορέστη απαιτώ­ ντας εκδίκηση για τη δολοφονία της μητέρας του· στην τελευταία τραγωδία της τριλογίας αποτελούν το χορό και εκδηλώνουν εμφανώς όλη τη φρίκη της φοβερής τους εμφάνισης. Εξαγριωμένες για την αθώωση του Ορέστη από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απειλούν την Αθήνα με τρομακτική εκδίκηση. Αλλά η Αθηνά είναι ικανή να αποτρέψει τον κίνδυνο. Προσφέρει στις Ερινύες κατοικία στην πόλη της, όπου θα απολαμβάνουν ειδικές τιμές, και έτσι σώζει την Αθήνα από την οργή τους, εξασφαλίζοντας συγχρόνως για την πόλη το σημαντικό προνόμιο της εύνοιάς τους. Εφεξής οι δολοφόνοι στην Αθήνα θα δικάζονται στον Άρειο Πάγο.

Μήπως όμως αυτό υποδηλώνει ότι οι παλαιές λειτουργίες των Ερινύων έχουν καταργηθεί; Μήπως οι Ερινύες από «στυγερές θεές», με την ονομασία Ευμενίδες, αλλάζουν την ιδιότητά τους; Συζητούν ακόμη αυτά τα προβλήματα.

Στις μέρες μας, ένας άλλος λόγιος —ο Andrew Brown— έθεσε εν αμφιβόλω την κοινώς αποδεκτή άποψη, ότι δηλαδή οι θεές που λατρεύονταν στον Άρειο Πάγο ως Σεμνοί θεοί, οι «σεβάσμιες θεές», ταυτίζονται με τις Ερινύες. Υποστήρι­ξε επίσης ότι οι Ευμενίδες, στο ιερό δάσος των οποίων εγκαθίσταται ο γέρος Οιδίπους υπακούοντας στο δελφικό χρησμό, δεν είναι οι ίδιες Ερινύες που προξένησαν τις συμφορές στον ίδιο και στην οικογένειά του. Αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε αυτά τα ερωτήματα και, ακόμη, το ερώτημα της καταγωγής των Ερινύων, που θα ρίξει ίσως άπλετο φως στο όλο θέμα της υπόστασής τους.

Στον Όμηρο αν οποιοσδήποτε προσέβαλε κάποιον που θεωρούνταν ότι είχε ειδικό προνόμιο, θα τιμωρούνταν οπωσδήποτε από την Ερινύα ή τις Ερινύες του προσβαλλόμενου προσώπου. Έτσι, ο Οιδίπους τιμωρείται από τις Ερινύες της μητέρας του Επικάστης, την οποία νυμφεύθηκε και η οποία αυτοκτονεί όταν ανακάλυψε ότι ήταν η μητέρα του (λ 271-280). Ο Φοίνιξ τιμωρείται από τις Ερινύες του πατέρα του Αμύντορος, του οποίου την ερωμένη αποπλάνησε για να ευχαριστήσει τη μητέρα του (I 447-457). Ο Τηλέμαχος, αν έδιωχνε τη μητέρα του Πηνελόπη από τα ανάκτορα, θα μπορούσε ίσως να καταδιωχτεί από τις Ερινύες της (β 135). Η Αλθαία, όταν ο γιος της Μελάμπους σκότωσε τους αδελφούς της, γονατιστή κτυπάει τη γη με τις γροθιές της και επικαλείται τις Ερινύες εναντίον του (I 566-572). Η Ίρις υπενθυμίζει στον Ποσειδώνα το γεγονός ότι οι Ερινύες συνοδεύουν πάντοτε τον πρεσβύτερο αδελφό, ώστε να πάψει να προκαλεί τον πρωτότοκο αδελφό του Δία (Ο 204, 211). Σε όλες σχεδόν αυτές τις περιπτώσεις, τα πρόσωπα εναντίον των οποίων στρέφονται οι Ερινύες είναι γονείς αυτών που τις έχουν προσβάλει, αλλά στην Οδύσσεια βλέπουμε ότι ακόμη και οι επαίτες έχουν τους θεούς τους και τις Ερινύες τους (ρ 475). Αυτή η γνώση αντανακλά την πίστη ότι οι ξένοι και οι ικέτες προστατεύονται ειδικά από τον Ξένιο Δία (ι 271, ξ389) και τον Ικέσιο ή Ικετήσιο Δία (ν213). Αναπτύσσο­ντας την αρχική ιδέα μπορούμε να αποδώσουμε στους επαίτες την ίδια προστασία με τους γονείς, με τέτοιο τρόπο ώστε οι Ερινύες, oι οποίες είχαν αρχίσει να είναι προστάτες των γονέων, γίνονται υπερασπιστές της δικαιοσύνης. Έτσι, τις επικαλούνται ως φύλακες των όρκων, που τιμωρούν τις επιορκίες (Τ 259-260). Ως προς την ιδιότητά τους αυτή, δηλαδή «επίσκοποι της Δίκης», σταματούν τις υβριστικές ενέργειες που είναι αντίθετες με τη γενική τάξη του σύμπαντος. Όταν το άλογο του Αχιλλέά προειδοποίησε τον κύριό του για τον επικείμενο θάνατο, οι Ερινύες τού επιβάλλουν σιωπή (Τ 418), και είναι ακόμη οι Ερινύες, οι οποίες, κατά τον Ηράκλειτο5, θα απαγορεύσουν στον ήλιο να παρεκκλίνει από τα όρια της πορείας του.

 

 

Η Jane Harrison6 παρατήρησε —κάτι που δεν πρόσεξε ο Wilamowitz— ότι η χρησιμοποίηση των Ερινύων από τον Αισχύλο αποκαλύπτει ένα σταθμό της ύπαρξής τους προγενέστερο αυτού που έχει παρουσιαστεί από τον Όμηρο. Βεβαίως στο πρώτο μέρος της τριλογίας οι Ερινύες υπερασπίζουν τη δικαιοσύνη γενικά, όπως ακριβώς συμβαίνει σε πολλά χωρία του Ομήρου, όπου αυτές μνημονεύονται. Μια Ερινύς θα αποσταλεί από τον Απόλλωνα ή τον Πάνα ή τον Δία, για να τιμωρήσει αυτούς που έκλεψαν τους νεοσσούς από τους γύπες (Αγαμ. 55-59)· με τον ίδιο τρόπο η Ερινύς θα παρευρεθεί στο γάμο του Πάρη και της Ελένης και θα τιμωρήσει τον Πάρη και τους Τρώες για την ύβρη τους κατά της δικαιοσύνης (νυμφόκλαυτος Ερινύς, Αγαμ. 749). Στο τέλος του πρώτου στάσι­μου του Αγαμεμνονος (Στ. 460-480) ο χορός διακηρύσσει ότι οι θεοί δε θα λησμονήσουν αυτούς oι οποίοι έχουν διαπράξει πολλούς φόνους (πολύκτονοι) και ότι τέλος οι μαύρες (μελαναί) Ερινύες θα οδηγήσουν στο σκοτάδι αυτόν που ευτυχεί χωρίς δικαιοσύνη (άνευ δίκας). Αλλά, λίγο παρακάτω, ξαναβρίσκουμε τις Ερινύες που η αποστολή τους περιορίζεται στην τιμωρία αυτών οι οποίοι έχουν φονεύσει τους γονείς τους. Η Κασσάνδρα τις διακρίνει στα ανάκτορα του Ατρέα (1100 κ.ε.), όταν είναι έτοιμες να τιμωρήσουν τον Αγαμέμνονα για το έγκλημα του πατέρα του Ατρέα στα παιδιά του αδελφού του Θυέστη καθώς και για τη θυσία της κόρης του Ιφιγένειας. Στην τραγωδία Χοηφόροι (270 κ.ε.) ο Απόλλων προειδοποιεί τον Ορέστη ότι οι Ερινύες θα τον τιμωρήσουν, αν παραλείψει να εκδικηθεί τον πατέρα του· θα τον τιμωρήσουν εξίσου, αν σκοτώσει τη μητέρα του (1030 κ.ε.), αλλά στην περίπτωση αυτή θα έχει την υποστήριξη των θεών. Στο μεγάλο, όμως, κομμό (Στ. 316-513), όπου ο Ορέστης και η Ηλέκτρα διεγείρουν το πνεύμα του πατέρα τους ώστε να έλθει αρωγό για την εκδίκηση των δολοφόνων του, ελάχιστα γίνεται μνεία των Ερινύων εδώ ο τόνος εναρμονίζεται με το ρόλο που διαδραματίζει το φάντασμα. Πριν από την εκδίκηση του Ορέστη, ο χορός επικαλείται τους θεούς Δία, Απόλλωνα και Ερμή, μαζί με τη Δίκη (Στ. 785-837). Αλλά μετά τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου, οι Ερινύες, αόρατες ως αυτή τη στιγμή, αποκαλύπτονται στον εκδικητή (1049 κ.ε.). Και επειδή η Κλυταιμνήστρα δεν έχει κανένα διάδοχο, που θα μπορούσε να πάρει εκδίκηση, οφείλουν να παρουσιαστούν οι ίδιες προσωπικά· έτσι, ο Αισχύλος βρίσκεται στην εξαιρετικά προνομιακή θέση να εγκαταλείπει το γενικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι θεοί των Ελλήνων ενεργούν όχι απευθείας αλλά με τη συνδρομή ανθρώπινων ενεργειών, για να επιτελέσουν τη θέλησή τους στη γη. Στην τρίτη τραγωδία της τριλογίας είναι οι Ερινύες που απαρτίζουν το χορό' τη στιγμή που η σκυθρωπή ηρεμία των Δελφών διακόπτεται απότομα από την αποτρόπαιη εμφάνισή τους, η ατμόσφαιρα, με κάθε δυνατή επιμονή, σύστοιχεί με τη φρικιαστική παρουσία αυτών των φτερωτών, μαύρων υπάρξεων, που έχουν φίδια στα μαλλιά και ρουφάνε το αίμα των θυμάτων τους, και οι οποίες, κατά τον Απόλλωνα, πρέπει να κατοικούν σε βάρβαρες χώρες, όπου αφθονούν οι αγριότη τες (179 κ.ε.). Όταν ο Απόλλων τη ρωτάει γιατί δεν καταδίωξαν την Κλυταιμνήστρα για τη δολοφονία του συζύγου της, απαντούν ότι δεν ήταν εξ αίματος συγγενής της (όμαιμος αύθέντης φόνος, 212). Στην αντίστοιχη ερώτηση της Αθηνάς, αποκρίνονται ότι στην υποχθόνια κατοικία τους αποκαλούνται Αρα. (καταραμένες).

Στο σημείο αυτό διακόπτουμε την εξέτασή μας για τις Ευμενίδες και εξετάζουμε το πρόβλημα της καταγωγής των Ερινύων. Ο Rhode8, ακολουθούμε­ νος από την Jane Hansson και τον Nilsson, έχει τη γνώμη ότι οι Ερινύες είχαν αρχίσει να θεωρούνται ως τα φαντάσματα των θυμάτων φόνου· ο Wilamowitz, ακολουθούμενος από τον Dodds, έχει αντίθετη γνώμη. Ο Wilamowitz πιστεύει ότι, αφού ο Όμηρος είναι ο αρχαιότερος από τους συγγραφείς που κάνουν λόγο για τις Ερινύες, οφείλει να περιγράφει την αρχαιότερη φάση της ιστορίας τους. Γιατί όμως; Ο Αισχύλος ασχολήθηκε πολύ με τις χθόνιες θεότητες, και είναι πολύ πιθανό να διέσωσε ο ίδιος την ανάμνηση των αρχαιότερων φάσεων της ύπαρξής τους.

Ο συγγραφέας του σχολίου ενός ορφικού ποιήματος που διασώθηκε στον πάπυρο του Δερβενιού10, ένας συγγραφέας που ακμάζει στο πρώτο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα —ο Burkert πιστεύει ότι είναι ο Στησίμβροτος ο Θάσιος και μπορεί να έχει απόλυτα δίκιο —αναφέρει ότι οι Ερινύες είναι πνεύματα. Βέβαια δεν είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε την άποψη αυτή του συγγραφέα, οφείλουμε όμως να τη λάβουμε σοβαρά υπόψη. Πράγματι είναι πολύ πιθανό ότι στην πρώτη φάση της πορείας, όπου αναπτύχθηκε η ιστορία των προσώπων που γνωρίζουμε με το όνομα των Ερινύων, βρίσκονται τα φαντάσματα των δολοφονηθέντων προσώπων που επανέρχονται· είναι επίσης ενδεχόμενο ότι τα είδωλα των όμαιμων γονέων είχαν εξαιρετικά δικαιώματα.

Αλλά από πού προέρχεται το όνομα των Ερινύων; Το όνομα αυτό βρίσκεται σε μια πινακίδα της Κνωσού· ακόμη, σε τρία μέρη της Αρκαδίας και στην Τιλφούσα της Βοιωτίας υπήρχε λατρεία της Δήμητρας-Ερινύος. Απέδωσαν λοιπόν σε μια θεότητα της γης την τιμωρία των εγκλημάτων των θνητών και τα φαντάσματα, συγγενικά με τις Κήρες, τις Σειρήνες, τις Γοργόνες, τις Άρπυιες, τη Σφίγγα, που τιμωρούσαν τους φόνους, συγχέονται με αυτή τη γήινη θεότητα. Έτσι, έκαμαν τις Ερινύες θεότητες που δεν τιμωρούσαν μόνο το φόνο, αλλά τιμωρούσαν επίσης αυτούς που παραβίαζαν έναν όρκο και, έτσι, οι Ερινύες κατέληξαν να είναι οι φρουροί της δικαιοσύνης με την έννοια της φυσικής τάξης του σύμπαντος. Πίστεψαν επίσης ότι η Ερινύς τιμωρούσε αυτούς που προσέβαλαν τη δικαιοσύνη αποστέλλοντας ως τιμωρό τη θεά Άτη (Τ91 ή πάντας άάται, ούλομένη) για να τους κάνει να χάσουν το λογικό, όπως ο Αγαμέμνων, όταν διέπραξε το ολέθριο σφάλμα να φιλονικήσει με τον Αχιλλέα, και ο Μελάμπους, όταν διέπραξε το σφάλμα να αφεθεί στην εξουσία του Φυλάκου (ο 231-238).

Οι Ερινύες του Αισχύλου αντανακλούν μιαν ευρύτερη φάση αυτής της ανάπτυξης. Όταν τιμωρούν τον Πάρη και την Ελένη για το έγκλημά τους εναντίον του Μενελάου, προστατεύουν τη δικαιοσύνη γενικά, αλλά όσον αφορά τη συμπεριφορά τους στα ανάκτορα του Ατρέα εμφανίζονται σαν Άραί (συμφορές) προσωποποιημένες που ομοιάζουν με τις Κήρες, και η παρουσία τους αποσκοπεί στην καταδίωξη των δολοφόνων των γονέων.

Μετά την αθώωση του Ορέστη καταλαμβάνονται από υπέρμετρη οργή, και απειλούν με τη φοβερή τους μανία την πόλη όπου συνέβη αυτό το γεγονός. Η Αθηνά, όμως, κατέχει όχι μόνο την εξουσία, αλλά, επίσης, και την αναγκαία πονηριά για να τις πείσει· γνωρίζει καλά ότι, όπως όλες οι γήινες θεότητες, μπορούν ή να παρεμποδίζουν την ευφορία μιας χώρας ή να την κάνουν να αναπτύσσεται αυξάνοντας τα αγαθά με τα ατέλειωτα πλούτη του χθόνιου βασιλείου. «Είναι ο ρόλος τους», λέγει η Αθηνά (Ευμ. 930), «να ρυθμίζουν τις ανθρώπινες πράξεις». «Η σεβαστή (πότνια) Ερινύς έχει μεγάλη δύναμη στους θεούς και σ ’ αυτούς που είναι κάτω από τη γη (ύπό γαΐαν), και είναι προφανές ότι ρυθμίζει τις πράξεις των ανθρώπων, δίνοντας σ’ άλλους μεν χαρούμενη ζωή, σ’άλλους δε ζωή δυστυχισμένη» (950-955). Αυτές οι εξουσίες δεν είναι νέες κατακτήσεις, αλλά ανήκουν από πολύ παλιά στις Ερινύες με την ιδιότητά τους ως υποχθόνιες θεότητες. Όταν η Αθηνά εξηγεί σ’ αυτές ότι θα ενεργήσει έτσι ώστε κανένα σπίτι να μην ευημερεί χωρίς τη θέλησή τους (896 κ.ε.) και επί πλέον θα φροντίσει να ευτυχούν όσοι τις τιμούν, είναι φανερό ότι τους υπόσχεται μόνιμη διαμονή στην Αθήνα, όπου θα μπορούν να ασκήσουν αυτά τα δικαιώματα και όπου η ίδια θα τις βοηθήσει στην άσκησή τους αυτή (Στ. 847-915).

Σε κανένα σημείο του κειμένου δεν έχουμε την παραμικρή υποψία ότι οι εξουσίες τους, κατά κάποιο τρόπο, θα μειωθούν ή θα αντικατασταθούν από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου·* μάλλον επιβεβαιώνεται ότι θα ασκήσουν τις εξουσίες τους με τη βοήθεια αυτού του δικαστηρίου. «Είναι αληθές», έγραψε ο Rhode «εδώ και εκατό σχεδόν χρόνια, ότι η Πολιτεία θα ρυθμίσει την εκδίκηση των γονέων του νεκρού με συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες δεν αντιβαίνουν καθόλου στους νόμους της κοινότητας· δεν έχει όμως την παραμικρή πρόθεση να καταργήσει τη θεμελιακή ιδέα της παλιάς οικογενειακής εκδίκησης». Ο Rhode αναφέρει τους ρήτορες του 4ου π.Χ. αιώνα, για να αποδείξει τη σπουδαιότητα του ρόλου που διαδραμάτιζαν, ιδιαίτερα σ’αυτή την εποχή, οι απηνείς αυτές θεές. Στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου του Αρείου Πάγου βρισκόταν ο βωμός των Σεμνών θεών και πολύ κοντά υπήρχε ένα σπήλαιο, μια κάθοδος στον κάτω κόσμο. Στην έναρξη μιας φονικής δίκης και ο ενάγων και ο εναγόμενος όφειλαν να ορκιστούν σ ’ αυτές τις θεότητες16, απαγγέλλοντας εναντίον τους φοβερές κατάρες σε περίπτωση επιορκίας· μπορούμε να φανταστούμε την ισχύ ενός τέτοιου όρκου σε μιαν εποχή μάλιστα που πίστευαν ακόμη στους θεούς με πίστη απεριόριστη. Καθεμιά από τις τελευταίες μέρες του μήνα, κατά τις οποίες συνεδρίαζε το δικαστήριο για διεξαγωγή δίκης, ήταν αφιερωμένη σε μια από τις θεές οι οποίες στην κλασική εποχή ήταν τρεις.

 

 

Αν όπως πιστεύουν γενικότερα οι Σεμνές Θεές συγχέονταν με τις Ερινύες που είχαν γίνει Ευμενίδες, βλέπουμε αμέσως ποια ήταν η σχέση της ομώνυμης τραγωδίας του Αισχύλου με τη νόμιμη πρακτική της πολιτείας. Στην τραγωδία αυτή σι Ερινύες αποκαλούνται σεμναί (383). Ο ανώμαλος σπονδείος που επέχει θέση ενός ιαμβικού μέτρου προσδίδει σ’ αυτή τη λέξη και στην αντίστοιχη λέξη της αντιστροφής (θεσμόν) μιαν εντελώς εξαιρετική βαρύτητα. Στους εξόδιους λόγους των Αθηναίων προπομπών (Στ. 1032-1046), οι οποίοι συνοδεύουν τις Ερινύες στη νέα τους κατοικία, αποκαλούνται Σεμναί (1041), και μετά απ’ αυτή τη λέξη υπάρχει κενό μιας συλλαβής· η πιο πιθανή συμπλήρωση είναι θεαί.

Βέβαια είναι εκπληκτικό ότι το κείμενο της τραγωδίας δεν περιέχει καμιά μνεία του ονόματος των Ευμενιδών. Ο Hermann υπέθεσε ότι το όνομα αυτό βρισκόταν στο κενό που προσδιόρισε μετά το στίχο 1027· και αν ο Brown υποστήριξε ότι αυτό το κενό δεν μπορούσε να περιέχει το όνομα, δε θεμελίωσε την άποψή του, γιατί δε γνωρίζουμε την έκταση του κενού. Όσον αφορά το συλλογισμό του Brown, ότι δηλαδή η τραγωδία εμπεριείχε το όνομα των Ευμενιδών πολύ χρόνο μετά τη δημιουργία της, η θέση αυτή δεν έχει καθόλου υποστηριχθει. Είναι αλήθεια ότι πολλές τραγωδίες είχαν εναλλακτικούς τίτλους, αλλά από την αρχή έπρεπε να έχουν έναν τίτλο οποιονδήποτε, και δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι αυτή η τραγωδία έφερε κάποιον άλλο τίτλο από αυτό των Ευμενιδών. Αλλά, όπως είναι πολύ πιθανό, όλος ο κόσμος γνώριζε ότι οι Ερινύες, οι Σεμνές Θεές, και οι Ευμενίδες ταυτίζονταν ήταν επομένως πολύ φυσικό να δώσουμε στην τραγωδία αυτό τον τίτλο, ακόμη και αν το όνομα δεν υπήρχε καθόλου στο κείμενο. Πράγματι ο ευφημισμός και η αποστροφή να απαγγέλλουν τα ονόματα των φοβερών θεών είναι γνωρίσματα που βρίσκουμε παντού στη λατρεία των χθόνιων θεοτήτων. Απέφευγαν συχνά να εκφωνήσουν το όνομα του Άδη· υπαινικτικά στη συμπαθητική του εμφάνιση, προτιμούσαν να τον αποκαλούν Πλούτον ή πλούτωνα. Απέφευγαν επίσης τη μνεία της Περσεφόνης, ιδιαίτερα την αντίστοιχη λέξη στην Αττική Φερέφαττα· η βασίλισσα του Κάτω κόσμου είναι απλά η Κόρη, αν και την έχουν αποκαλέσει και με άλλα ονόματα, όπως Δέσποινα. Όταν οι χθόνιοι θεοί είναι το αντικείμενο κάποιας λατρείας, τους αποκαλούν κανονικά μ’ ένα όνομα που δηλώνει την ευνοϊκή τους.

Έτσι, όταν ο Οιδίπους ρωτάει τον ξένο χωρικό στον Κολωνό ποιο είναι το όνομα των θεαινών στο δάσος των οποίων βρίσκεται, απαντάει ότι εδώ τις αποκαλούν Ευμενίδες, αλλά όμως τα ονόματά τους ποικίλλουν κατά περιοχές· γι’αυτόν, είναι θυγατέρες της Γης και του Σκότους (40) στον Αισχύλο αποκαλούνται θυγατέρες της Νυκτός, το σκότος όμως — Έρεβος— και η Νύξ είναι το ίδιο πράγμα. Όταν ο Οιδίπους προσεύχεται σ’αυτές, τις αποκαλεί πότνιαι δεινώπες ( σεβάσμιες θεές, με φοβερή όψη, αδυσώπητες)· κοντά σ’ αυτές τις Σεμνές Θεές ο Απόλλων του είπε ότι θα βρει ανάπαυση· και επειδή ο Οιδίπους τις επικαλείται μ’ αυτό το όνομα, δεν μπορούμε καθόλου να συζητήσουμε την ταυτότητα των Σεμνών Θεών και των Ευμενιδών. Οι γέροντες κάτοικοι του Κολωνού που απαρτίζουν το χορό είναι πολύ ταραγμένοι, επειδή ο Οιδίπους βρίσκεται στο ιερό δάσος «στο απάτητο άλσος των φοβερών παρθένων (άμαιμακετάν κόράν) που τ’ όνομά τους τρέμουμε και αθώρητα τις προσπερνά­ με, χωρίς φωνή, χωρίς λαλιά και με βουβό το στόμα λέμε βαθιά και, μέσα απ ’ την καρδιά, ευλαβικά την προσευχή μας» (128-132). Προειδοποιούν τον Οιδίποδα ότι η είσοδός του απαιτεί πράξη εξαγνισμού συνοδευόμενη από ανάλογη θυσία καθαρμού, όπως γίνεται κανονικά για τους χθόνιους θεούς, και γι’αυτό του δίνουν, όσο είναι δυνατό, τις τυπικές οδηγίες (465 κ.ε.). Αν ο Οιδίπους τους υπακούσει, λένε οι Κολωνιάτες, θα είναι έτοιμοι να του συμπαρασταθούν χωρίς φόβο· διαφορετικά θα φοβούνται γι’ αυτόν (491-492). Πρέπει να ζητήσει από τις θεές, επειδή τις αποκαλούμε Ευμενίδες, να είναι ευμενώς διατεθειμένες και να επιφυλάξουν σωτήρια υποδοχή στον ικέτη τους (486-487). Επειδή οι άνθρωποι που περνάνε από το ιερό μιλάνε με χαμηλή φωνή, παρόμοια πρέπει να απαγγείλει την προσευχή του χαμηλόφωνα (άπυστα φωνών), ώστε να μην ακουστεί από κανένα. Θυμόμαστε εδώ ότι η οικογένεια που ασχολούνταν με την λατρεία των Σεμνών Θεών στον Άρειο Πάγο ονομαζόταν Ήσοχίδαι19. Όταν θα έχει τελειώσει τη θυσία, θα πρέπει να επιστρέφει χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του (490, άστροφος), όπως στην αισχύλεια τραγωδία των Χοηφόρων η Ηλέκτρα έπρεπε να φύγει χωρίς να στρέψει πίσω (άστρόφοισιν όμμασιν) όταν, υπακούοντας στη μητέρα της, θα είχε προσφέρει τις χοές στον πατέρα της σαν να ήταν πνεύμα εχθρικό (98-99).

Ενώ η δράση της τραγωδίας εξελίσσεται, δε λησμονάμε την παρουσία των θεαινών. Ο Οιδίπους τελειώνει το επίσημο κατηγορητήριό του για τον Κρέοντα καλώντας τις Ερινύες (αϊδε δαίμονες) σε βοήθειά του (864 κ.ε.), ώστε ο Κρέων να συνειδητοποιήσει τι αξίζουν οι άνθρωποι που προστατεύουν την αθηναϊκή γη (898 κ.ε.). Αργότερα, στην ακόμη φοβερότερη καταγγελία για τον Πολυνείκη (1348 κ.ε.) ο Οιδίπους απαγγέλλει εναντίον του την τελεσίδικη κατάρα, επικαλούμενος από κοινού τον Τάρταρο, την υποχθόνια κατοικία των Ερινύων, τις θεές του Κολωνού και τον ίδιο τον Άρη, που έχει ενσπείρει αμοιβαία στους γιους του ένα τέτοιο μίσος (1389-1392). Το όνομα της Ερινύος δεν εκφωνείται παρά μόνο από τον Πολυνείκη, ο οποίος δύο φορές αποδίδει τις συμφορές του στις Ερινύες του πατέρα του (1047, 1434), αλλά η ταυτότητα των επικαλούμενων θεαινών με εκείνες είναι προφανής.

Στις επόμενες σκηνές της τραγωδίας οι θεές δε βρίσκονται σε τόσο πλεονεκτική θέση, μολονότι στο τελευταίο στάσιμο (Στ. 1556-1578) ο χορός, στην προσευχή του, απευθύνεται στην «αόρατη θεά», δηλαδή την Περσεφόνη (1566, άφανή θεόν), στον Άϊδωνέα (Πλούτωνα) και στις καταχθόνιες θεότητες (χθόνιαι θεαί) δηλαδή τις Ερινύες, που τις συνδέει με τον Κέρβερο, το σκύλο του κάτω κόσμου, «αδάμαστο φύλακα του Άδη» (1571). Στην περιγραφή των τελευταίων στιγμών του Οιδίποδα (Αγγελική ρήση, 1590 κ.ε.) η εντύπωση ότι η θεία δύναμη αποκαλύπτεται με τρόπο μύστηριακό μεγαλώνει από το γεγονός ότι δεν εκφωνείται καμιάς θεότητας το όνομα (1653-1655)· γνωρίζουμε, όμως, ότι οι σπουδαιότεροι από τους θεούς ο Ερμής, ο Απόλλων και ο Ζευς ο ίδιος συμμετέχουν στα διαδραματιζόμενα.

Στον Κολωνό, όπως και κοντά στο βωμό των Σεμνών Θεών στον Άρειο Πάγο, υπάρχει μια κάθοδος στον Άδη, της οποίας πολλές αναφορές υπάρχουν στη σοφόκλεια τραγωδία (57, 1590 κ.ά.). Υπάρχει επίσης ένα ιερό της Δήμητρας και ένας βωμός του Ποσειδώνα, που φέρεται ως σύντροφος της αρχαίας θεάς της γης, στον οποίο ο Θησεύς προσφέρει θυσία (886). Ο γιος αυτών των δυο θεοτήτων, ο Αρ(ε)ίων (ψ 346), το θαυματουργό άλογο, μετέφερε τον κύριό του Άδραστο μετά την καταστροφή στη Θήβα· αυτό μας υπενθυμίζει ότι σε πολλά μέρη η Δήμητρα αποκαλείται Ερινύς.

Μετά το θάνατό του ο Οιδίπους θα προσφέρει αγαθά στους φίλους του και λύπες στους εχθρούς του· ο άνθρωπος αυτός, που όλη του η ζωή έχει στενά συνδεθεί με τις αμείλικτες θεές, θα τιμηθεί με προνόμια ισότιμα με εκείνες. Η κατάρα του εναντίον του γιου του που μισεί θα φέρει το θάνατο όχι μόνο σ’ αυτούς αλλά και στις κόρες του που λατρεύει· αυτή η παρατήρηση πρέπει να μας κάνει επιφυλακτικούς σχετικά με τη συναισθηματική αντίληψη ότι ο Οιδίπους, αφότου φτάσει στον Κολωνό, θα είναι οπωσδήποτε ευτυχής. Αυτός που πιστεύει ότι, από τη στιγμή που ο Οιδίπους θα εγκατασταθεί στο ιερό των Ευμενιδών, η δυσμένεια των Ερινύων κατά των ανοικτόρων του Λαΐου τερματίζεται, δεν αντιλαμβάνεται πολλά πράγματα από την αρχαία ελληνική θρησκεία.

Ο πρώτος γνωστός συγγραφέας που αποκάλεσε τις θεές και Ερινύες και Ευμενίδες στην εξέλιξη του ίδιου έργου είναι ο Ευριπίδης στην τραγωδία του ‘Ορέστης' ο Brown, για να υποστηρίξει την παιδαριώδη του σοφιστεία, προσπάθησε να μας υποβάλει ότι αυτή η ταυτότητα ήταν ένας ευριπίδειος νεωτερισμός. Εντούτοις όμως, το καθετί υποδηλώνει ότι οι Ερινύες, οι Ευμενίδες και οι Σεμνές Θεές ήταν τα ίδια πρόσωπα, τα οποία, όπως όλες οι χθόνιες θεότητες, είχαν συγχρόνως μιαν εμφάνιση εχθρική και μιαν αντίστοιχη ευμενή και ότι οι ονομασίες τους ποίκιλλαν ανάλογα με την όψη που οι άνθρωποι είχαν απέναντι τους.

 

Το αρχικό άρθρο με τις παραπομπές του μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ.

 

Βρείτε μας στα social media

Contact us at info@hellenologio.gr - Privacy Policy