Της Μαρίας Μικεδάκη
Στις αρχές του καλοκαιριού του 430 π.Χ., ένα χρόνο μετά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, εμφανίστηκε στην Αθήνα ένας “αόρατος” εχθρός, ο οποίος ήταν πολύ πιο απρόβλεπτος και φοβερός από τον στρατό της πελοποννησιακής συμμαχίας που λεηλατούσε για δεύτερη φορά την αττική γη και πολιορκούσε την Αθήνα: ο λοιμός. Η πρωτοεμφανιζόμενη αυτή νόσος, η οποία ήταν ταχύτατα μεταδοτική και θανατηφόρος, διήρκεσε σχεδόν πέντε χρόνια (430-425 π.Χ.),1 ενώ φαίνεται ότι εξαλείφθηκε πλήρως γύρω στο 415 π.Χ. Στο πέρασμά της, αποδεκάτισε μεγάλο μέρος του αξιόμαχου αθηναϊκού στρατεύματος, πλήττοντας τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα της Αθήνας. Παράλληλα, θανάτωσε το ένα τρίτο των κατοίκων της πόλης και του αγροτικού πληθυσμού της Αττικής, που είχε εγκαταλείψει την ύπαιθρο και συνωστιζόταν, υπό αντίξοες συνθήκες, εντός των Μακρών Τειχών. Μεταξύ των θυμάτων του λοιμού ήταν, ως γνωστόν, ο Περικλής, ενώ ο Θουκυδίδης, ο οποίος επίσης νόσησε, επέζησε για να περιγράψει στο δεύτερο βιβλίο της Ίστορίας του, αμέσως μετά τον “Έπιτάφιο λόγο του Περικλή”, τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά της νόσου. Σύμφωνα με τον Έλλη- να ιστορικό, όσοι ξέφυγαν από τη φοβερή αυτή επιδημία, διαβιούσαν με καταρρακωμένο ηθικό και κλονισμένη πίστη σε μια πόλη που δεν είχε κοινωνική συνοχή και μαστιζόταν από την αναρχία και την ανομία. Θα έλεγε κανείς ότι η πόλις των Αθηνών κυριολεκτικά και μεταφορικά νοσούσε, καθώς η έννοια του νοσήματος είχε μεταφερθεί από το επίπεδο της σωματικής ή ψυχικής εκδήλωσης σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο.
Τα αίτια της ίδρυσης του εν άστει Ασκληπιείου
Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι η Αθήνα βρήκε την ίαση που τόσο απεγνωσμένα ζητούσε στο πρόσωπο του Ασκληπιού, ενός ήρωα-θεού με θεσσαλική καταγωγή και χθόνια χαρακτηριστικά, ο οποίος είχε διδαχθεί την ιατρική τέχνη και τις θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων από τον σοφό κένταυρο Χείρωνα. Σε αντίθεση με το Ολύμπιο Δωδεκάθεο, ο Ασκληπιός ήταν μια παρήγορη θεότητα, που συμπαραστεκόταν στους ανθρώπους και τους θεράπευε από τις χρόνιες ψυχοσωματικές παθήσεις τις οποίες αρνούνταν να αναλάβουν οι θνητοί ιατροί. Για τον λόγο αυτό, η λατρεία του διαδόθηκε ταχύτατα και γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, όπως μαρτυρούν τα κατάλοιπα των Ασκληπιείων που έχουν αποκαλυφθεί σε πολλές πόλεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Στα σημαντικότερα όλων συγκαταλέγεται το ιερό του Ασκληπιού στην Έπίδαυρο, από το οποίο μεταφυτεύτηκε η λατρεία του θεού στην Αθήνα το 420/419 π.Χ., όπως θα ειπωθεί στη συνέχεια.
Έν αντιθέσει με τη σύγχρονη έρευνα, οι αρχαίες πηγές δεν συνδέουν την εξάλειψη του λοιμού των Αθηνών με τον Ασκληπιό, αλλά με τον Ηρακλή και τον Απόλλωνα· μάλιστα, για τη θεϊκή τους αυτή παρέμβαση τιμήθηκαν και οι δύο με το προσωνύμιο “ἀλεξίκακος” (αυτός που αποτρέπει το κακό). Έιδικότερα ο Απόλλων εμφανίζεται συχνά στον μύθο, είτε τιμωρώντας με λοιμό είτε εξαγνίζοντας τον λοιμό, ως ο κατ’ εξοχήν θεός του θρησκευτικού καθαρμού. Στον αντίποδα, ο γιος του Ασκληπιός, ως θεός-ιατρός, ειδικεύεται στην εξατομικευμένη — μέσω της ἐγκοιμήσεως — θεραπεία και αδυνατεί να θεραπεύσει μαζικά θανατηφόρες επιδημίες. Έπομένως, ο λοιμός δεν φαίνεται να είναι το πρωτογενές αίτιο που προκάλεσε την άφιξη του Ασκληπιού στην Αθήνα, αν και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι οι μακροχρόνιες επιπτώσεις που επέφερε στην ψυχική και σωματική υγεία των Αθηναίων προλείαναν το έδαφος για την καθολική αποδοχή της νέας και πολύ δημοφιλούς λατρείας.
Η Β. Wickkiser διαβλέπει λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και ιμπεριαλιστικής στρατηγικής πίσω από την εισαγωγή της λατρείας του Ασκληπιού σε αθηναϊκό έδαφος. Υποστηρίζει ότι η Αθήνα ήθελε να καταστήσει την Έπίδαυρο ισχυρό στρατηγικό της έρεισμα στην Πελοπόννησο και επειδή αυτό δεν επετεύχθη δια της βίας (έγιναν δύο αποτυχημένες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον της από τον Περικλή [430 π.Χ.] και τον Αλκιβιάδη [419 π.Χ.] αντίστοιχα), επιστρατεύτηκε η διπλωματική οδός: εισήχθη στην Αθήνα η λατρεία του θεού της ιατρικής, τον οποίο πρόβαλαν οι Έπιδαύριοι ως αυτόχθονα θεό τους.
Αντίθετα, κατά τον R. Garland, τα κίνητρα για την εγκαθίδρυση της νέας λατρείας στην Αθήνα δεν ήταν πολιτικά αλλά προσωπικά και σχετίζονταν με έναν ευσεβή ιδιώτη, πιθανώς από τις Αχαρνές, που ονομαζόταν Τηλέμαχος (SEG XΧV 226). Βασιζόμενος στο γεγονός ότι τα Ασκληπιεία της Περγάμου και της πόλης των Αλιέων στην Αργολίδα είχαν ιδρυθεί από ιδιώτες μετά την επιτυχή θεραπεία τους από τον θεό στο ιερό του στην Έπίδαυρο, ο Garland εικάζει ότι το ίδιο συνέβη και στην Αθήνα: ο Τηλέμαχος — ή κάποιος συγγενής του — που είχε ευεργετηθεί από τον θεό βιώνοντας τη θεραπευτική του δύναμη στο Ασκληπιείο της Έπιδαύρου, εγκαθίδρυσε τη λατρεία του στην Αθήνα, ως έμπρακτη απόδειξη του θρησκευτικού του ζήλου. Για τον λόγο αυτό θεωρήθηκε ότι το αθηναϊκό Ασκληπιείο, κατά τις πρώτες δεκαετίες της λειτουργίας του, ήταν ένα ιδιωτικό ιερό, στο οποίο υπηρετούσε ως ιερέας ο ιδρυτής του· επειδή, όμως, επιτρεπόταν η ελεύθερη είσοδος σε όλους, είχε παράλληλα και δημόσιο χαρακτήρα. Στον πλήρη έλεγχο του κράτους φαίνεται ότι πέρασε μεταξύ του 360 και 340 π.Χ. και μάλιστα τότε επεβλήθη στους Αθηναίους η πληρωμή “μιας δραχμής για τον Ασκληπιό”, προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι για τη χρηματοδότηση της λατρείας του.
Έικ. 1. Το Μνημείο του Τηλεμάχου, Α (κύρια) και Β (δευτερεύουσα) όψη (ΈΑΜ 2490+) (© Μουσείο Ακρόπολης, φωτογραφία: Σωκράτης Μαυρομμάτης)
Το μνημείο του Τηλέμαχου
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ομόφωνα ότι δεν θα μπορούσε να εισαχθεί μια ξένη λατρεία στην Αθήνα μόνο με ιδιωτική πρωτοβουλία, χωρίς την ενεργή συμμετοχή της Έκκλησίας του δήμου και της βουλής. Το λεγόμενο Μνημείο του Τηλεμάχου, που έστησε ο εν λόγω ιδιώτης στο Ασκληπιείο της Αθήνας — και στο οποίο αποκαλύφτηκαν τα περισσότερα membra disiecta — ρίχνει φως στο όλο ζήτημα. Πρόκειται για μια ενεπίγραφη, αμφίγλυφη, μαρμάρινη στήλη του 400 π.Χ. περίπου, η οποία, λόγω του ότι είναι σχεδόν σύγχρονη με την άφιξη του θεού θεραπευτή στην Αθήνα (420/419 π.Χ.), αποκτά τη βαρύτητα αυθεντικής μαρτυρίας (εικ. 1). Οι ανάγλυφες παραστάσεις που τη διακοσμούν και η αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή (SEG XXV 226 = IG II2 4960 a/b. 4961) που είναι χαραγμένη στον ψηλό πεσσό της αποκαλύπτουν το χρονικό της ίδρυσης του ἐν ἄστει Ασκληπιείου στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης.
Η πρύμνη ενός πλοίου, δύο κύματα που αναπαρίστανται σε χαμηλό ανάγλυφο στη δευτερεύουσα όψη του ιδρυτικού μνημείου καθώς και η εγχάρακτη επισήμανση ἀνελθὼν Ζεόθ[εν] υποδηλώνουν ότι ο Ασκληπιός ταξίδεψε με πλοίο από την Έπίδαυρο στην Αττική και αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Ζέας· ακολούθησε, έτσι, την πορεία του ολέθριου λοιμού που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον Πειραιά, προτού ενσκήψει στο κλεινόν άστυ. Πιθανώς το 421/420 π.Χ. ιδρύθηκε προς τιμήν του ένα Ασκληπιείο στη νοτιοδυτική πλαγιά του λόφου της Μουνιχίας, το οποίο είχε τοπικό χαρακτήρα, όπως και το αθηναϊκό. Να σημειωθεί ότι και τα δύο αυτά ιερά αποτελούσαν αφιδρύματα του μεγάλου Ασκληπιείου της Έπιδαύρου, το οποίο είχε πανελλήνια εμβέλεια και πεπειραμένους θεραπευτές, περιζήτητους σε όλες τις πόλεις.
Στη συνέχεια, ο Ασκληπιός, με τη μορφή είτε φιδιού είτε ξόανου σημαντικού μεγέθους, μεταφέρθηκε με άρμα, μαζί με την κόρη του Υγεία, στο Έλευσίνιο στις βόρειες υπώρειες της Ακρόπολης. Αυτό συνέβη εν μέσω των εορτασμών των μεγάλων Έλευσίνιων Μυστηρίων, κατά τη 17η ή 18η ημέρα του Βοηδρομιώνα του 420/419 π.Χ. Πιθανολογείται ότι ο θεός και η Υγεία συνοδεύονταν από μια πομπή, της οποίας προΐστατο η ιέρεια του αθηναϊκού Έλευσίνιου. Στην πομπή συμμετείχαν αξιωματούχοι από την Έπίδαυρο (τέσσερις ἀκόλουθοι, τέσσερις φρουροί και τέσσερις ἱερομνήμονες), οι οποίοι ήθελαν να διασφαλίσουν ότι η εισαγωγή του Ασκληπιού στην Αθήνα θα τελούνταν με κάθε επισημότητα και ότι το νέο ιερατείο είχε λάβει τις κατάλληλες οδηγίες για τη σωστή εποπτεία και άσκηση της λατρείας. Όταν, τελικά, ο θεός έφτασε στο ιερό της Δήμητρας και Κόρης, μυήθηκε στα Μυστήρια και φιλοξενήθηκε προσωρινά εκεί μέχρις ότου κατασκευαστεί ιερό, αφιερωμένο στον ίδιο και την κόρη του Υγεία, στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης. Σε ανάμνηση της μύησης και της φιλοξενίας, εορτάζονταν κάθε χρόνο στην Αθήνα τα Επιδαύρια, τα οποία ήταν μια μικρή εορτή που παρεμβαλλόταν στο πρόγραμμα της μεγάλης εορτής των Έλευσίνιων.
Σύμφωνα με τα όσα διατυπώθηκαν μέχρι αυτό το σημείο, ο Τηλέμαχος δεν φαίνεται να σχετίζεται με την εισαγωγή του Ασκληπιού στην Αθήνα. Η συνεισφορά του στην εγκαθίδρυση της νέας λατρείας έγκειται στο ότι (α) μετέφερε τον θεό από το αθηναϊκό Έλευσίνιο στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης και (β) ίδρυσε εκεί με δικές του δαπάνες το τέμενος και τον βωμό, όταν ήταν επώνυμος άρχων ο Αστύφιλος (420-419 π.Χ.). Μάλιστα, σε ανάμνηση της ίδρυσης του ιερού, οι Αθηναίοι θέσπισαν την εορτή των Ασκληπιείων που λάμβανε χώρα κατά την 8η ημέρα του Έλαφηβολιώνα. Χάρη στη μαρτυρία του ρήτορα Αισχίνη γνωρίζουμε ότι τα Ασκληπιεία διοργανώνονταν την ίδια ημέρα με τον Προάγωνα των Μεγάλων Διονυσίων, όπου, ως γνωστόν, κάθε ποιητής ανέβαινε με τους υποκριτές του σε πρόχειρη εξέδρα που είχε στηθεί στο Ωδείο του Περικλή και ανακοίνωνε τα θέματα των έργων τα οποία επρόκειτο να παρουσιάσει. Έίναι εύλογο να υποθέσουμε ότι όσοι παρακολουθούσαν τον Προάγωνα εκείνη την ημέρα είχαν την ευκαιρία να συμμετάσχουν και στις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Ασκληπιού.
Σύντομη περιγραφή του εν αστει Ασκληπιείου. Λόγοι για την επιλογή της θέσης του δίπλα στο αρχαίο θέατρο του Διόνυσου.
Τηλέμαχος ίδρυσε το αθηναϊκό Ασκληπιείο στην καρδιά του άστεως, στο πιο ιερό σημείο της πόλης, εκεί όπου λατρεύονταν για αιώνες πολλοί θεοί και ήρωες. Χωρίς αμφιβολία, επρόκειτο για μια δημόσια έκταση που του παραχωρήθηκε από το κράτος για τον συγκεκριμένο σκοπό.
Οι ανασκαφές που διενήργησε για πρώτη φορά στον χώρο το 1876– 1877 η Έν Αθήναις Αρχαιολογική Έταιρεία υπό τη διεύθυνση του Σ. Κουμανούδη, καθώς και εκείνες που διεξήγαγε πολλές δεκαετίες αργότερα η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή υπό τη διεύθυνση των R. Martin και H. Metzger (1943), έφεραν στο φως κτιριακό συγκρότημα, το οποίο εκτεινόταν 80 μ. κατά μήκος της Νοτίου Κλιτύος της Ακρόπολης, μεταξύ του Περιπάτου και του Ίερού Βράχου, και εφαπτόταν με τον δυτικό αναλημματικό τοίχο του θεάτρου του Διονύσου (εικ. 2)
Το εν λόγω συγκρότημα περιλάμβανε τα τέσσερα απαραίτητα για τη λατρεία του Ασκληπιού κτίσματα: (α) τον ναό, (β) την Ίερή Κρήνη (αρχαϊκή ή κλασική εποχή), (γ) το Τελετουργικό Έστιατόριο (τελευ- ταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ.) και (δ) το Άβατον ή Εγκοιμητήριον (300/299 π.Χ.), το οποίο αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στον αρχικό πυρήνα του ιερού θεραπευτηρίου, που ανάγεται στην εποχή του Τηλεμάχου (εικ. 3).
Το Άβατον ή Eγκοιμητήριον του αθηναϊκού Ασκληπιείου είχε τη μορφή διώροφης δωρικής στοάς, η οποία είχε ανεγερθεί στο ανατολικό άνδηρο του ιερού, βορείως του ναού του Ασκληπιού και της Υγείας. Έντός της στοάς συντελούνταν η θαυματουργική ίαση των ασθενών από τον θεό μέσω των θεραπευτικών ονείρων (ἐγκοίμησις). Ο καθαρμός των ασθενών πριν την τελετουργία της ἐγκοιμήσεως γινόταν με το ιαματικό νερό που ανάβλυζε από την Ίερή Κρήνη, η οποία υπήρχε εντός θολωτού σπηλαίου που είχε ενσωματωθεί στον βόρειο τοίχο του Άβατου. Στο δυτικό άκρο του δεύτερου ορόφου της στοάς βρισκόταν ο λεγόμενος “Ίερός Βόθρος”, που χρονολογείται από τον Ί. Τραυλό το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. Πρόκειται για ένα τετράστυλο βαθύ, κυκλικό όρυγμα με πολυγωνική τοιχοδομία, που ερμηνεύτηκε ως ηρώον του Ασκληπιού. Έκεί λάμβαναν χώρα τα Ηρώα προς τιμήν του Ασκληπιού, ο οποίος σε αυτή την εορτή λατρευόταν ως ήρωας και όχι ως θεός, όπως γινόταν στα Επιδαύρια και στα Ασκληπιεία.
Στα δυτικά του Άβατου αποκαλύφθηκε Ίωνική Στοά με τέσσερα τετράγωνα δωμάτια, η οποία λειτουργούσε αφενός ως καταγώγιο (κατάλυμα του ιερατείου και των προσκυνητών) και αφετέρου ως τελετουργικό εστιατόριο: εκεί πραγματοποιούνταν κοινά με τον Ασκληπιό τελετουργικά δείπνα, που ονομάζονταν “τραπεζώματα, ξένια ή θεοξένια”, στα οποία καταναλώνονταν τα ιερά σφάγια από τις θυσίες προς τιμήν του θεού. Σύμφωνα με τον Β. Λαμπρινουδάκη, το ζώο που θυσιαζόταν μετουσιωνόταν μαγικά σε υποκατάστατο του θεού στον οποίο προσφερόταν και έτσι η μετάληψη της θείας σάρκας αποτελούσε μια πρακτική καλλιέργειας της υγείας.
Τα παραπάνω κτίσματα ήταν προσβάσιμα μέσω ενός μνημειακού πρόπυλου, στα ανατολικά του οποίου χτίστηκε η ρωμαϊκή Νότια Στοά, για να αντιμετωπιστούν οι αυξημένες ανάγκες του ιερού την εποχή του Αυγούστου. Τέλος, το Ασκληπιείο διέθετε ιερό περίβολο στη νότια και δυτική πλευρά του, ο οποίος, εκτός από τα οικοδομήματα, περιέκλειε και ένα ιερό άλσος από ελιές που φυτεύτηκαν το 413/412 π.Χ. επί άρχοντος Κλεοκρίτου.
Τα ιερά άλση και οι πηγές αποτελούσαν κύρια συστατικά στοιχεία των Ασκληπιείων. Άλλο χαρακτηριστικό τους ήταν το ότι ιδρύονταν συνήθως σε μέρη υγιεινά, καθαρά και σε υψόμετρο, που ήταν μέσα στη φύση και σε απόσταση από το αστικό περιβάλλον. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλιζόταν η απαραίτητη για την ἐγκοίμησιν ηρεμία, αλλά και η απομόνωση όσων ασθενών έπασχαν από κάποια μολυσματική μεταδοτική ασθένεια. Παράλληλα, η παραμονή των ασθενών στο φυσικό περιβάλλον είχε θετική επίδραση στην ψυχική — και, συνεπώς, σωματική — τους υγεία, καθώς οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι υπήρχε άμεση σχέση και αλληλεπίδραση ψυχής και σώματος. Αυτός ήταν και ο λόγος που τα Ασκληπιεία ακολουθούσαν μια πιο ολιστική προσέγγιση στη θεραπευτική διαδικασία, συνδυάζοντας τη θαυματική θεραπεία και την ιατρική πράξη με τη βελτίωση της ψυχολογίας των ασθενών.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η ίδρυση του αθηναϊκού Ασκληπιείου στο κέντρο του αστικού ιστού (εξ ου και η ονομασία του ἐν ἄστει) δεν ήταν η πλέον ενδεδειγμένη και σε καμία περίπτωση δεν τηρούσε τις προδιαγραφές του μεγάλου κέντρου της Έπιδαύρου. Το ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, από αυτήν τη διαπίστωση είναι για ποιο λόγο επιλέχθηκε η συγκεκριμένη θέση για τη στέγαση της νέας λατρείας.
H απάντηση που μπορεί να δοθεί σε αυτό το ερώτημα σχετίζεται με τον Διόνυσο, το θέατρο και το ιερό του και έχει να κάνει: (α) με το μυθολογικό υπόβαθρο που εμφανίζει κοινά στοιχεία στη γέννηση των δύο θεοτήτων, σε σημείο που να επιτρέπει την άμεση γειτνίαση των ιερών τους (εικ. 3), (β) με την ίδια τη θεϊκή υπόσταση του Διονύσου, που σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται ως θεραπευτής και (γ) με την πεποίθηση των αρχαίων Έλλήνων ότι το άσμα, η μουσική και η δραματική ποίηση είχαν θεραπευτικές ιδιότητες, που συντελούσαν στην κάθαρση της ψυχής και οδηγούσαν στην ίαση. Βάσει αυτής της θεμελιώδους πεποίθησης, έχει ενδιαφέρον να δούμε ποια ήταν η χρήση του θεάτρου του Διονύσου στο πλαίσιο της λατρείας του Ασκληπιού και πώς κατέληξε το θεατρικό οικοδόμημα να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του κτιριακού συγκροτήματος των Ασκληπιείων, αρχής γενομένης από την Αθήνα.
Έικ. 2. Κάτοψη της Ακρόπολης και των οικοδομημάτων της Νότιας Κλιτύος (πηγή: Παπαχατζής, Ν. [1982], Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης, Αττικά, Αθήνα: Έκδοτική Αθηνών, 311 εικ. 173)
Η χρήση του θεάτρου του Διονύσου στο πλαίσιο της λατρείας του Ασκληπιού.
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο ήταν ένας χώρος που φιλοξενούσε ως επί το πλείστον μουσικούς αγώνες, μέρος των οποίων ήταν και οι δραματικοί. Οι αγώνες, από την άλλη, μαζί με την πομπή, τη θυσία και τα γεύματα που τη συνόδευαν, αποτελούσαν “κορυφαίες στιγμές” του τελετουργικού μιας αρχαίας ελληνικής εορτής. Προκειμένου να διερευνήσει, λοιπόν, κανείς τη χρήση του αρχαίου θεάτρου του Διονύσου στο πλαίσιο της λατρείας του Ασκληπιού, θα πρέπει αρχικά να εξετάσει το εορταστικό πρόγραμμα των τριών εορτών που διοργανώνονταν κάθε χρόνο στην Αθήνα προς τιμήν του θεού-ιατρού, για να δει πρώτον, αν περιλαμβάνονταν αγώνες σε αυτό και δεύτερον, τι είδους αγώνες ήταν αυτοί.
Από τις λίγες και συγκεχυμένες πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας, γνωρίζουμε ότι τα Επιδαύρια περιλάμβαναν: (α) μια παννυχίδα (αγρυπνία των πιστών) και, ίσως, λαμπαδηδρομία, (β) μια πομπή με κανηφόρες παρθένες, η οποία λάμβανε χώρα υπό την εποπτεία του επώνυμου άρχοντα ὅταν οἰκουρῶσι μύσται (όταν οι μύστες ήταν στο σπίτι τους), (γ) θυσία βοδιών που καταγράφεται στο “Δερματικόν” του Λυκούργου και (δ) ίσως, θεοξένια. Στα Επιδαύρια, επίσης, χορός παιανιστών με συνοδεία αυλού και όρχησης έψαλλε τον παιάνα που συνέθεσε ο Σοφοκλής για τον Ασκληπιό, όταν δεξιώθηκε στο σπίτι του τον θεό και ίδρυσε βωμό προς τιμήν του. Τα Ασκληπιεία, που εορτάζονταν έξι μήνες μετά τα Επιδαύρια, περιλάμβαναν στο εορταστικό τους πρόγραμμα παννυχίδα, θυσία βοδιών, εκτέλεση παιάνα και, ίσως, θεοξένια. Τέλος, κατά τη διάρκεια των Ηρώων τελούνταν μία παννυχίς και θυσία βοδιού. Ωστόσο, βάσει μιας επιγραφής του 2ου αι. π.Χ. που αναφέρει το όνομα ενός νικητή στα Ηρώα δεχόμαστε ότι διοργανώνονταν αγώνες στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εορτής, οι οποίοι, όπως και στα Επιδαύρια, ίσως, είχαν τη μορφή λαμπαδηδρομίας.
Γραπτές μαρτυρίες που να επιβεβαιώνουν την τέλεση δραματικών αγώνων στο πλαίσιο των παραπάνω εορτών δεν έχουν βρεθεί, αν και κάποιες φιλολογικές πηγές επισημαίνουν την αγάπη του Ασκληπιού για την κωμωδία και την τραγωδία. Σε δύο περιπτώσεις η ανταπόδοση που ζήτησε ο θεός για τη θεραπεία την οποία πρόσφερε σε έναν τραγικό ποιητή του 5ου αι. π.Χ., τον Αρίσταρχο από την Τεγέα, και σε έναν κωμικό ποιητή, τον Θεόπομπο, σύγχρονο του Αριστοφάνη, ήταν η συγγραφή μιας τραγωδίας και μιας κωμωδίας αντίστοιχα. Μάλιστα, ο τίτλος της τραγωδίας που έγραψε ο Αρίσταρχος έφερε το όνομα του Ασκληπιού και δεν αποκλείεται η υπόθεσή της να πραγματευόταν τη ζωή και τα κατορθώματα του θεού-ιατρού. Όπως δεν αποκλείεται τα έργα αυτά να παρουσιάστηκαν κάποια στιγμή στο θέατρο ως ευχαριστήριο δώρο προς τον θεό.
Αναφορά σε αγώνες κωμικών, τραγικών και διθυραμβικών χορών προς τιμήν του Ασκληπιού, όπως και σε ένα τρίποδα που αφιέρωσε κάποιος Δεξικλής, γίνεται πολύ μεταγενέστερα, σε μια επιγραφή (ΙG II2 3120) που χαράχτηκε στο επιστύλιο της Νότιας Στοάς του Ασκληπιείου γύρω στο 190/200 μ.Χ. Αναντίρρητα, οι αγώνες αυτοί θα πρέπει να είχαν φιλοξενηθεί στο παρακείμενο θέατρο του Διονύσου που ήταν το πλέον κατάλληλο για αυτές τις εκδηλώσεις.
Ο D. Wiles θεωρεί ότι ο Ασκληπιός δεν σχετίζεται τόσο με το δράμα όσο με τον παιάνα. Ως γνωστόν, ο παιάνας ήταν ένα χορικό άσμα που τιμούσε αρχικά μόνο τον Απόλλωνα θεραπευτή, ενώ στη συνέχεια απευθυνόταν και σε άλλους θεούς, όπως στον Ασκληπιό και τον Διόνυσο, πάντοτε, όμως, με παράλληλη μνεία του Φοίβου. Διάσημος για τους παιάνες του ήταν — μεταξύ άλλων — ο Σοφοκλής. Ίδιαίτερα, ο παιὰν εἰς Ἀσκληπιόν που συνέθεσε, όπως προαναφέρθηκε, όταν δεξιώθηκε τον θεό στο σπίτι του, αδόταν στην Αθήνα μέχρι την εποχή του Φιλόστρατου (160/170-περ. 250 μ.Χ.).
Περίπου την ίδια εποχή (τέλη 2ου / αρχές 3ου αι. μ.Χ.), ο “Παιάν του Σοφοκλέους”, μαζί με έναν κατάλογο παιανιστών, χαράχτηκε στο λεγόμενο Μνημείο του Σαραπίωνος (SEG XXVIII.225) που αποκαλύφθηκε στα ανατολικά του αθηναϊκού Ασκληπιείου. Το εν λόγω μνημείο ήταν μια τριγωνική βάση που χρησιμοποιήθηκε αρχικά (100 μ.Χ.) για τη στερέωση ενός χορηγικού τρίποδα της Λεοντίδος φυλής και στη συνέχεια (μέσα 2ου αι. μ.Χ.) για τη στήριξη ενός ανδριάντα που αντικατέστησε τον τρίποδα. Ο ανδριάντας ανήκε στον ποιητή και στωικό φιλόσοφο Σαραπίωνα, ο οποίος ήταν συνθέτης ενός παιάνα για τον Ασκληπιό και ενός φιλοσοφικού ποιήματος που χαράχτηκαν αμφότερα στην εμπρόσθια όψη της βάσης, όταν τοποθετήθηκε το άγαλμα. Αναθέτης του μνημείου ήταν ο εγγονός του Σαραπίωνος, Κόιντος Στάτιος Σαραπίων Χολλείδης.
Συνδυάζοντας τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι επιγραφές του Μνημείου του Σαραπίωνος, η S. Aleshire συνδέει τον προαναφερθέντα χορηγικό τρίποδα της Λεοντίδος φυλής με έναν αγώνα φιλοσοφικής ποίησης προς τιμήν του Ασκληπιού, ο οποίος δεν θα άρμοζε να ενταχθεί στο πλαίσιο των Μεγάλων Διονυσίων. H M. Melfi συμφωνεί με αυτή την άποψη, παραθέτοντας στοιχεία που προκύπτουν από τη συγκριτική μελέτη: αναφέρει, δηλαδή, ότι στην Πέργαμο, οι μουσικές και ποιητικές παραστάσεις που τελούνταν προς τιμήν του Ασκληπιού ολοκληρώνονταν με την προσφορά ενός τρίποδα.
Πάντως, η πιο κατάλληλη ευχαριστήρια προσφορά προς τον θεό της ιατρικής ήταν ο παιάνας, ο οποίος έπαιζε σημαίνοντα ρόλο τόσο στη λατρεία όσο και στην ίαση. Λατρεία και ίαση ήταν έννοιες αλληλένδετες και αλληλοεξαρτώμενες στην αρχαία Έλλάδα: όποιος δεν πίστευε, δεν θεραπευόταν. Αυτή η αντίληψη διαφαίνεται σε μια επιγραφή από το Ασκληπιείο στις Έρυθρές της Ίωνίας, όπου διευκρινίζεται ότι όσοι θέλουν να θεραπευτούν, πρέπει πρώτα να ψάλλουν παιάνες στον Απόλλωνα. Έπιπλέον, και ο Αίλιος Αριστείδης (2ος αι. μ.Χ.) αναφέρει ότι η σύνθεση παιάνων και άλλων ύμνων ήταν μέρος της ίασης. Στο πλαίσιο αυτό, αποτελεί ευτυχή συγκυρία για την έρευνα, η ανεύρεση αρκετών επιγραφών στο Ἀσκληπιεῖον ἐν ἄστει, οι οποίες καταγράφουν παιάνες και ένα κατάλογο παιανιστών. Άξιοι μνείας είναι ο Παιάνας των Έρυθραίων, ο Παιάνας του Μακεδόνιου και ο παιάνας του Διόφαντου του Σφήττιου. Έιδικά ο τελευταίος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή, σύμφωνα με την M. Melfi, εξιστορεί ένα περιστατικό ίασης αρθρίτιδας που μπορεί να μετουσιωθεί σε θεατρική παράσταση, αν κρίνουμε από το μέτρο και τη δομή του. Όπως όλα δείχνουν, τέτοιου είδους θεατρικές παραστάσεις, όπως και δραματοποιημένα ποιητικά κείμενα ή μουσικές παραστάσεις με τη μορφή ύμνων και παιάνων και τη συνοδεία κιθάρας, λύρας ή αυλού θα πρέπει να λάμβαναν χώρα στο αρχαίο θέατρο του Διονύσου μεταξύ του 2ου και του 3ου αι. μ.Χ.
Στηριζόμενη σε μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση — άλλα όχι σε στοιχεία — η K. Hartigan υποστήριξε ότι στα θέατρα που βρίσκονταν στα Ασκληπιεία παρουσιάζονταν μικρής διάρκειας δρώμενα, τα οποία προορίζονταν μόνο για τους ασθενείς (οι υγιείς θεατές παρακολουθούσαν τις κανονικές παραστάσεις) και αποτελούσαν μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας. Πιο συγκεκριμένα η Hartigan εικάζει ότι οι παιανιστές έπαιρναν μέρος σε μικρής διάρκειας δράματα (mini-dramas), τα οποία εμπεριείχαν συμβολισμούς και υπαινικτικά μηνύματα και δραματοποιούσαν τα ιαματικά όνειρα που επρόκειτο να δουν οι ασθενείς στο άβατον. Με άλλα λόγια τα δρώμενα αυτά εντάσσονταν στις προπαρασκευαστικές λειτουργίες της ἐγκοιμήσεως και επεδίωκαν να καταστήσουν τους ασθενείς περισσότερο δεκτικούς στις εμπειρίες που επρόκειτο να έχουν στο ἐγκοιμητήριον. Απώτερος στόχος τους ήταν να λειτουργήσουν ως μέσο υποβολής —όπως τα ανατομικά αναθήματα και τα ιάματα του Ασκληπιού που ήταν χαραγμένα σε λίθινες στήλες —, ώστε να δουν οι ασθενείς συγκεκριμένα όνειρα, στα οποία θα εμφανιζόταν ο Ασκληπιός για να τους θεραπεύσει με τα χέρια του, με κάποιο φάρμακο ή με απλές συμβουλές. Το ζητούμενο ήταν η ενίσχυση της αυθυποβολής, η οποία ενεργοποιούσε την ικανότητα του ατόμου για αυτοΐαση.
Τέλος, η Α. Robinson, βασιζόμενη στη δοξασία ότι κάθε αρχαία λατρεία περιλάμβανε ένα θρησκευτικό έργο που αναπαριστούσε τον θεϊκό μύθο, θεώρησε ότι θα μπορούσαν να παρουσιάζονται “μυστηριακά ή ιερά έργα” (mystery or holy plays) στο θέατρο προς τιμήν του Ασκληπιού. Να σημειωθεί ότι στο Ασκληπιείο της Έπιδαύρου, τέτοιου είδους “μυστικιστικά δράματα” (mystic dramas) λάμβαναν χώρα, σύμφωνα με τον R.Α. Τomlinson, αρχικά στο Τελετουργικό Έστιατόριο και στη συνέχεια στο ρωμαϊκό ωδείο.
Έικ. 3. Αναπαράσταση της κάτοψης του ἐν ἄστει Ασκληπιείου κατά τον Ί. Τραυλό (πηγή: Τραυλός, Ν. [1939-1941], ΑΕphem, 61 εικ. 18).
Ανακεφαλαιώνοντας, ο ολέθριος λοιμός που ενέσκηψε στην Αθήνα στις αρχές του θέρους του 430 π.Χ. κλόνισε την πίστη των Αθηναίων στις πατροπαράδοτες θρησκείες και προλείανε το έδαφος για την υποδοχή του νέου θεού της ιατρικής στην πόλη. Η κατάλληλη χρονική στιγμή για την άφιξη του Ασκληπιού στην Αθήνα δόθηκε με την έναρξη της εύθραυστης Έιρήνης του Νικία το 421 π.Χ. Τότε στράφηκαν οι Αθηναίοι στο φημισμένο Ασκληπιείο της Έπιδαύρου, μάλλον όχι για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, αλλά επειδή εκεί υπήρχαν εξειδικευμένοι θεραπευτές.
Ο Ασκληπιός, με τη διπλή υπόσταση του θεού-ήρωα φιλοξενήθηκε στον Ίερό βράχο της Ακρόπολης, που ήταν το κέντρο της λατρευτικής ζωής της πόλης. Προκειμένου να δημιουργηθούν ισχυρές βάσεις για την αποδοχή της νέας λατρείας, οι εορτές που θεσπίστηκαν προς τιμήν του Ασκληπιού, τα Επιδαύρια και τα Ασκληπιεία, ήταν εμβόλιμες σε δύο πολύ σημαντικές εορτές της Αθήνας: τα Μεγάλα Έλευσίνια και τα Μεγάλα Διονύσια αντίστοιχα.
Η ίδρυση του ἐν ἄστει Ασκληπιείου στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης το 420/419 π.Χ., έγινε από έναν ευσεβή ιδιώτη, τον Τηλέμαχο, με τη συγκατάθεση της βουλής και του δήμου. Η επιλογή της θέσης του ιερού θεραπευτηρίου δίπλα στο αρχαίο θέατρο της πόλης δεν ήταν τυχαία. Φαίνεται ότι οι Αθηναίοι ήταν οι πρώτοι που κατανόησαν την ιαματική δύναμη του θεάτρου· ήταν οι πρώτοι που διείδαν ότι η μουσική, η ποίηση και το δράμα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μέσο θεραπείας, ως φάρμακο για τον κάθε ιδιώτη αλλά και για ολόκληρο το σώμα της πόλης. Έκτοτε, οι περισσότερες — αν όχι όλες — οι πόλεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου συμπεριέλαβαν ένα θέατρο στο κτιριακό συγκρότημα των Ασκληπιείων, ακολουθώντας το παράδειγμα της Αθήνας.
Η χρήση του θεάτρου του Διονύσου στο πλαίσιο της λατρείας του Ασκληπιού προοριζόταν για: (α) την τέλεση μουσικών και δραματικών αγώνων, και αγώνων φιλοσοφικής ποίησης, (β) την εκτέλεση παιάνων, (γ) τη διοργάνωση μουσικών παραστάσεων με τη μορφή ύμνων και παιάνων υπό τη συνοδεία έγχορδων και πνευστών οργάνων, (δ) την παρουσίαση “μυστικιστικών δραμάτων”, τα οποία πιθανώς συνδυάζονταν με τα θεοξένια που λάμβαναν χώρα στο Τελετουργικό Έστιατόριο στο πλαίσιο των δύο αθηναϊκών εορτών προς τιμήν του Ασκληπιού και (ε) (υποθετικά) τη διοργάνωση μικρής διάρκειας παραστάσεων (mini-dramas), οι οποίες, ίσως, δραματοποιούσαν τα ιαματικά όνειρα που επρόκειτο να δουν οι ασθενείς κατά τη διάρκεια της ἐγκοιμήσεως.
Το άρθρο μαζί με τις σημειώσεις του μπορείτε να το κατεβάσετέ από εδώ :